Το κάταγμα κεφαλής κερκίδας είναι ένα κάταγμα στην τομή στο τμήμα της κερκίδας κοντά στον αγκώνα. Το συγκεκριμένο αποτελεί το πιο κοινό κάταγμα της άρθρωσης του αγκώνα στους ενήλικες. Συχνά, συνυπάρχουν και άλλες κακώσεις στην περιοχή του αγκώνα, του καρπού και του ώμου όπως ρήξη συνδέσμων, ιδίως του έξω πλαγίου συνδέσμου, ή και κάποιο εξάρθρημα.
Δεν αποκλείεται η συγκεκριμένη μορφή κατάγματος να συνοδεύεται παράλληλα και από κατάγματα σε άλλα οστά του άνω άκρου, όπως το κάταγμα σκαφοειδούς στον καρπό. Τα κατάγματα της κεφαλής κερκίδας αποτελούν ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς το συγκεκριμένο σημείο χαρακτηρίζεται από φτωχή αιμάτωση, γεγονός που σε περίπτωση συντριβής μπορεί να προκαλέσει νέκρωση και απορρόφησή της.
Ο αγκώνας εξυπηρετεί δύο διακριτές λειτουργίες, να κάμπτεται και να τεντώνει και να γυρίζει την παλάμη προς τα πάνω και προς τα κάτω (πρηνισμός-υπτιασμός). Για να πραγματοποιήσει αυτές τις λειτουργίες χρησιμοποιεί τρία οστά που συνθέτουν την άρθρωση, το βραχιόνιο, την ωλένη και την κερκίδα. Η κεφαλή του οστού της κερκίδας είναι ένα σημαντικό μέρος της άρθρωσης του αγκώνα, καθώς επιτρέπει τη στροφική κίνηση του πήχη προς τα πάνω και προς τα κάτω, δηλαδή δηλαδή τον υπτιασμό και πρηνισμό του αντιβραχίου αντίστοιχα.
Τα κατάγματα κεφαλής κερκίδας κατηγοριοποιούνται, ανάλογα με την έκταση της παρεκτόπισης των οστών, σε τρεις τύπους, τα απαρεκτόπιστα, τα μερικώς παρεκτοπισμένα και τα συντριπτικά. Τα απαρεκτόπιστα κατάγματα προκύπτουν όταν το οστό παρουσιάζει κάταγμα, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται στην φυσιολογική του θέση, τα μερικώς παρεκτοπισμένα παρουσιάζουν μετατόπιση ενός τμήματος του οστού από την αρχική του θέση, ενώ τα συντριπτικά συνοδεύονται από πολλά θραύσματα των οστών.
Έπειτα, ακολουθείται ειδικό πρόγραμμα φυσικοθεραπείας ώστε να αρχίσει η κινητοποίηση της άρθρωσης. Η ακινητοποίηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα δεν ενδείκνυται, καθώς μπορεί να προκαλέσει σημαντική δυσκαμψία στον αγκώνα.
Ένα κάταγμα κεφαλής κερκίδας που κατηγοριοποιείται ως παρεκτοπισμένο, δηλαδή όταν τμήματα του οστού παρεκκλίνουν από τη φυσιολογική τους θέση, χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης. Η επέμβαση περιλαμβάνει ανοιχτή ανάταξη και οστεοσύνθεση με ειδικές μικρού μεγέθους βίδες. Η κινητοποίηση του αγκώνα συνιστάται σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το χειρουργείο, ώστε να αποφευχθεί η δυσκαμψία.
Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις παρεκτόπισης η οστεοσύνθεση πραγματοποιείται με ειδικές μικρές πλάκες και βίδες, επέμβαση η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις συνοδεύεται από μικρό ποσοστό δυσκαμψίας στον αγκώνα. Εάν το κάταγμα παρουσιάζει συντριβή της κεφαλής κερκίδας, τότε η οστεοσύνθεση δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
Σε αυτή την περίπτωση ενδείκνυται η αρθροπλαστική κεφαλής κερκίδας, κατά την οποία αφαιρείται η κεφαλή της κερκίδας και αντικαθίσταται από μεταλλική κεφαλή. Μετά από την επέμβαση συνιστάται εντατικό πρόγραμμα ασκήσεων φυσικοθεραπείας και η επάνοδος στις καθημερινές δραστηριότητες πραγματοποιείται μέσα σε 2-3 μήνες.