Η κεφαλή του βραχιονίου είναι το σφαιρικό τμήμα του βραχιονίου οστού, που συνδέεται με την ωμογλήνη της ωμοπλάτης, σχηματίζοντας την άρθρωση του ώμου, επιτρέποντας παράλληλα ένα σύνθετο και δυναμικό εύρος κίνησης σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Τα κατάγματα σε αυτήν την περιοχή μπορεί να είναι απαιτητικά στην αντιμετώπισή τους λόγω της περίπλοκης ανατομίας και της εμπλοκής κρίσιμων δομών, συμπεριλαμβανομένου του στροφικού πετάλου, που είναι υπεύθυνο για τη σταθερότητα και το εύρος κίνησης του ώμου.
Ένα κάταγμα κεφαλής βραχιονίου μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη συνολική λειτουργία και τη σταθερότητα του ώμου, οδηγώντας σε πόνο, περιορισμένο εύρος κίνησης και πιθανές επιπλοκές εάν δεν αντιμετωπιστεί σωστά.
Αυτά τα κατάγματα παρατηρούνται συνήθως σε άτομα που συμμετέχουν σε αθλήματα επαφής, ή μπορούν να προκληθούν ως συνέπεια ενός τροχαίου ατυχήματος.
Η οστεοπόρωση, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική πυκνότητα και αυξημένη ευθραυστότητα, είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στα κατάγματα της κεφαλής του βραχιονίου, ειδικά σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας. Με την ηλικία, η αντοχή των οστών μειώνεται, καθιστώντας την κεφαλή του βραχιονίου πιο επιρρεπή σε κατάγματα ακόμη και με ελάχιστη άσκηση δύναμης.
Ο τραυματισμός αυτός σε άτομα προχωρημένης ηλικίας μάλιστα σχετίζεται με πιο σύνθετους τύπους καταγμάτων. Τα κατάγματα αυτά μπορεί να παρουσιάζουν παρεκτόπιση, εάν τα θραύσματα των οστών έχουν μετακινηθεί από την κανονική τους θέση.
Παράλληλα, αρκετές νευροαγγειακές δομές κινδυνεύουν να τραυματιστούν, ιδίως εάν το κάταγμα χαρακτηρίζεται από παρεκτόπιση. Το νεύρο που τραυματίζεται πιο συχνά σε περίπτωση παρεκτοπισμένου κατάγματος κεφαλής βραχιονίου, είναι το μασχαλιαίο νεύρο. Όταν τραυματίζεται το μασχαλιαίο νεύρο εκδηλώνεται ταυτόχρονα και μούδιασμα. Παράλληλα, ένα κάταγμα κεφαλής βραχιονίου μπορεί να προκαλέσει τραυματισμό αιμοφόρων αγγείων.
Εάν το κάταγμα χαρακτηρίζεται από συντριβή, η αξονική τομογραφία συνδράμει στην λεπτομερή και με ακρίβεια απεικόνιση της πληγείσας άρθρωσης, υποβοηθώντας σημαντικά το σχεδιασμό της χειρουργικής αντιμετώπισης, εάν η τελευταία κριθεί αναγκαία.
Η συντηρητική αντιμετώπιση συνήθως περιλαμβάνει την ακινητοποίηση του χεριού με φάκελο ανάρτησης για ένα χρονικό διάστημα, ώστε να επιτραπεί στο κάταγμα να επουλωθεί φυσικά. Μπορεί επίσης, να συσταθεί η λήψη αναλγητικής φαρμακευτικής αγωγής και η έναρξη προγράμματος φυσικοθεραπείας για τη διαχείριση της δυσφορίας και την αποκατάσταση του εύρους κίνησης του ώμου αντίστοιχα. Ο φάκελος ανάρτησης αφαιρείται συνήθως μετά την πάροδο 6 εβδομάδων.
Σε περιπτώσεις ασταθών και παρεκτοπισμένων καταγμάτων, όπου τα άκρα των οστών έχουν μετακινηθεί από τη φυσιολογική τους θέση, είναι συχνά απαραίτητη η χειρουργική επέμβαση για την εκ νέου ευθυγράμμιση των θραυσμάτων και τη σταθεροποίηση της άρθρωσης. Η κατάλληλη χειρουργική προσέγγιση επιλέγεται έπειτα από αξιολόγηση πλήθους παραγόντων, όπως η ποιότητα του οστού, ο προσανατολισμός του κατάγματος, αλλά και οι πιθανοί συνοδοί τραυματισμοί των μαλακών μορίων.
Σημαντικοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπ’όψιν κατά την προεγχειρητική αξιολόγηση είναι η ηλικία του ασθενούς, η συνολική υγεία και το επιθυμητό επίπεδο δραστηριότητας. Η χειρουργική επέμβαση εκλογής είναι η ανοιχτή ανάταξη και η εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκες και βίδες.
Εάν το κάταγμα είναι συντριπτικό και συνοδεύεται από εκτεταμένη βλάβη της άρθρωσης, έχει ένδειξη η ολική αρθροπλαστική ώμου με αντικατάσταση της κεφαλής του βραχιονίου με μεταλλικό εμφύτευμα. Η επιλογή της αντικατάστασης της κεφαλής του βραχιονίου πραγματοποιείται προς αποφυγή του κινδύνου νέκρωσής της.
Η φυσιοθεραπευτική αποκατάσταση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία ανάρρωσης, είτε εφαρμόζεται συντηρητική είτε χειρουργική αντιμετώπιση. Η φυσικοθεραπεία συνήθως συνιστάται για να βοηθήσει στην αποκατάσταση της μυϊκής ισχύος, της ευλυγισίας και του εύρους κίνησης της άρθρωσης του ώμου. Η διάρκεια του προγράμματος αποκατάστασης διαμορφώνεται με βάση τις ανάγκες κάθε μεμονωμένου περιστατικού.
Το κάταγμα κεφαλής βραχιονίου αποτελεί μια απαιτητική μορφή τραυματισμού, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται ενδελεχής γνώση της ανατομίας της άρθρωσης του ώμου και εμπειρία ως προς την επιλογή της κατάλληλης χειρουργικής τεχνικής στις περιπτώσεις που αυτή κρίνεται επιτακτική. Βασικός σκοπός είναι η αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ώμου, η ανακούφιση από τον πόνο και η πλήρης επαναφορά του ασθενούς στις καθημερινές του δραστηριότητες.
Ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Άνω Άκρου, Δρ. Παναγιώτης Πάντος, διαθέτει εκτεταμένη εμπειρία στην αντιμετώπιση πλήθους καταγμάτων της περιοχής του ώμου, επιλέγοντας σε κάθε περίπτωση τη θεραπευτική προσέγγιση που ανταποκρίνεται τόσο στη μορφή κάθε κατάγματος, όσο και στις ανάγκες του ασθενούς.