Τα περισσότερα κατάγματα στο συγκεκριμένο οστό προκύπτουν στο μεσαίο τμήμα του οστού. Λιγότερο συχνά, το οστό σπάει στο σημείο που προσκολλάται στα πλευρά ή στην ωμοπλάτη. Τα κατάγματα στο συγκεκριμένο οστό αποτελούν σοβαρούς τραυματισμούς, καθώς έχουν σημαντική επίπτωση στη λειτουργικότητα του άνω άκρου.
Η κλείδα είναι το οστό που συνδέει το θώρακα με τον ώμο. Το οστό αυτό κεντρικά αρθρώνεται με το θώρακα στην περιοχή του στέρνου, διαμορφώνοντας την στερνοκλειδική άρθρωση. Περιφερικά, το οστό συναντά την περιοχή του ώμου σε ένα σημείο της ωμοπλάτης που ονομάζεται ακρώμιο, σχηματίζοντας την ακρωμιοκλειδική άρθρωση. Η κλείδα συνδέεται με πλήθος αγγείων και νεύρων που καταλήγουν στο άνω άκρο, αλλά και με μύες του θώρακα και του αυχένα.
Η κλείδα αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο για τη σύνδεση του στέρνου με την ωμοπλάτη. Λόγω της κρίσιμης θέσης της κλείδας, οποιαδήποτε σοβαρή άσκηση δύναμης στον ώμο, όπως η πτώση απευθείας στον ώμο ή η πτώση σε τεντωμένο χέρι, προκαλεί σημαντική επιβάρυνση στην κλείδα. Ως αποτέλεσμα, είναι εύκολο να προκληθεί κάταγμα στη συγκεκριμένη περιοχή.
Σπανιότερα ο συγκεκριμένος τραυματισμός προκύπτει κατά τη διάρκεια κάποιας αθλητικής δραστηριότητας.
Οι νέοι ενήλικες, ιδίως οι άνδρες, αποτελούν τους κατεξοχήν υποψήφιους για την εμφάνιση αυτής της μορφής κατάγματος. Με τον ίδιο μηχανισμό πρόκλησης του κατάγματος, δηλαδή την πτώση πάνω στον ώμο, μπορεί να προκύψει και εξάρθρημα ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.
Ταυτόχρονα με το κάταγμα κλείδας ενδέχεται να προκύψουν και συνοδές κακώσεις όπως νευραγγειακές βλάβες, κάταγμα στα πλευρά, θλάση στους πνεύμονες και άλλοι σκελετικοί τραυματισμοί.
Ο ασθενής εκδηλώνει αδυναμία πραγματοποίησης κινήσεων του άνω άκρου καθώς αισθάνεται έντονο πόνο, ενώ η προσπάθεια διενέργειας κινήσεων του άκρου συνοδεύεται από κριγμό, εξαιτίας της τριβής των κατεαγότων τεμαχίων του οστού. Ταυτόχρονα, ο ώμος μπορεί να παρουσιάζει βράχυνση ή εμφανή διόγκωση εξαιτίας του αιματώματος που προκαλεί οίδημα.
Ο ασθενής φαίνεται να αδυνατεί να κινήσει το άνω άκρο, ενώ είναι ορατή η παραμόρφωση του οστού, το οποίο πιθανότατα προβάλλει κάτω από το δέρμα. Για την απεικόνιση του κατάγματος χρησιμοποιείται η απλή ακτινογραφία, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις που χρειάζεται πιο λεπτομερής απεικόνιση του κατάγματος μπορεί να κριθεί χρήσιμη η διενέργεια αξονικής τομογραφίας.
Για τα απλά κατάγματα που δεν παρουσιάζουν μεγάλης έκτασης παρεκτόπιση ή συντριβή εφαρμόζεται συντηρητική αντιμετώπιση. Αυτή περιλαμβάνει την ακινητοποίηση του ώμου και τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Ενδείκνυται επίσης η έναρξη προγράμματος φυσικοθεραπείας, ώστε να διατηρηθεί η κινητικότητα του άνω άκρου και να αποφευχθεί η δυσκαμψία του ώμου.
Τα κατάγματα που παρουσιάζουν εκτεταμένη παρεκτόπιση, συντριβή ή προβάλλουν έξω από το δέρμα χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης. Παράλληλα, κατάγματα στο περιφερικό άκρο της κλείδας που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στην ακρωμιοκλειδική άρθρωση χρειάζονται σε πολλές περιπτώσεις χειρουργική επέμβαση. Ασθενείς που παρουσιάζουν πολλαπλούς τραυματισμούς ή βαριάς μορφής κακώσεις στον ώμο πρέπει να χειρουργηθούν άμεσα.
Η επέμβαση εκλογής για ένα κάταγμα κλείδας είναι η εσωτερική οστεοσύνθεση με ειδικές βίδες και μεταλλικές πλάκες, οι οποίες προσαρτώνται στην εξωτερική επιφάνεια του οστού. Η χειρουργική επέμβαση περιλαμβάνει την επαναφορά των θραυσμάτων του οστού στη θέση τους και την αποτροπή τους να μετακινηθούν από τη θέση τους μέχρι να επουλωθούν.
Η εσωτερική οστεοσύνθεση προσφέρει στον ασθενή βελτιωμένη λειτουργικότητα στην πάσχουσα περιοχή, περιορίζοντας σημαντικά επιπλοκές όπως ο σχηματισμός ψευδάρθρωσης ή πώρωσης του οστού σε λανθασμένη θέση.