Τα κατάγματα των μετακαρπίων αντιπροσωπεύουν έναν από τους πιο συχνούς ορθοπεδικούς τραυματισμούς στην περιοχή του χεριού. Τα συγκεκριμένα κατάγματα είναι συνήθως αποτέλεσμα άμεσου τραύματος σε ένα από τα πέντε μετακάρπια οστά ιδίως σε αθλητές αθλημάτων επαφής ή λόγω χτυπήματος σε σκληρές επιφάνειες.
Γι’ αυτό το λόγο μάλιστα το κάταγμα του 4ου και του 5ου μετακαρπίου χαρακτηρίζεται ως «κάταγμα του μποξέρ». Ωστόσο, μπορεί να προκύψουν και ως τραυματισμοί εξαιτίας επαναλαμβανόμενης κόπωσης στην περιοχή των μετακαρπίων ή εξαιτίας κάποιου τροχαίου ή εργατικού ατυχήματος σε χειρωνακτικά επαγγέλματα.
Οι πιο συχνοί τραυματισμοί προκύπτουν στο πρώτο και το 5ο μετακάρπιο οστό. Οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες είναι πιο επιρρεπείς στη συγκεκριμένη μορφή τραυματισμού. Ένα κάταγμα μετακαρπίων προκαλείται από σπάσιμο σε ένα από τα πέντε μετακάρπια οστά που διαμορφώνουν το μεσαίο τμήμα του του κάθε χεριού.
Τα μετακάρπια οστά στο σύνολό τους συνδέουν τα δάκτυλα με τον καρπό. Κάθε μετακάρπιο οστό διαθέτει βάση, διάφυση και κεφαλή και αντιστοιχεί σε ένα δάκτυλο. Το πρώτο μετακάρπιο αντιστοιχεί στον αντίχειρα, το δεύτερο στο δείκτη, το τρίτο στον μεσαίο, το τέταρτο στον παράμεσο και το πέμπτο μετακάρπιο στο μικρό δάκτυλο. Τα μετακάρπια οστά αρθρώνονται με τα οστά του καρπού μέσω των καρπομετακαρπικών αρθρώσεων.
Τα κατάγματα μετακαρπίων μπορούν να προκύψουν στη στη διάφυση, η οποία εντοπίζεται στη μέση του οστού, ή στην κεφαλή του μετακαρπίου. Τα κατάγματα της βάσης του μετακαρπίου είναι σπάνια και έχουν ελάχιστες επιπτώσεις επειδή η κίνηση της άρθρωσης είναι περιορισμένη.
Ωστόσο, εάν το κάταγμα παρουσιάζει παρεκτόπιση ή εάν το μοτίβο του είναι ασταθές, τότε μπορεί να προκαλέσει λειτουργικά προβλήματα που περιορίζουν σημαντικά την κίνηση του χεριού και των δακτύλων.
Τα πιο κοινά συμπτώματα των καταγμάτων μετακαρπίων είναι η εκδήλωση πόνου και δυσκολίας στη διενέργεια κινήσεων του αντίστοιχου δακτύλου. Ο πόνος είναι ιδιαίτερα αισθητός κατά την άσκηση πίεσης όπως κατά την ψηλάφηση. Η παλάμη αδυνατεί να κλείσει ή να συγκρατήσει αντικείμενα καθώς το δάκτυλο ή τα δάκτυλα που πλήττονται παρουσιάζουν δυσκαμψία.
Παράλληλα, εκδηλώνεται έντονο οίδημα στη ραχιαία επιφάνεια του χεριού ή και παραμόρφωση. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να εντοπίζεται και τραυματισμός στην επιφάνεια του δέρματος.
Συνοπτικά, οι συνηθέστεροι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα είναι οι ακόλουθοι:
Η διάγνωση του κατάγματος πραγματοποιείται με ακτινογραφία. Ένα πλήρες ιστορικό θα πρέπει να λαμβάνεται από τον ασθενή με ιδιαίτερη εστίαση στον τρόπο που πραγματοποιήθηκε ο τραυματισμός, το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβη, και σε προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις του χεριού ή άνω άκρου.
Μια ενδελεχής φυσική εξέταση είναι απαραίτητη για την εκτίμηση της παρουσίας στροφικής παραμόρφωσης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν αποτυπώνεται με απλές ακτινογραφίες.
Έπειτα, ακολουθεί το σχέδιο θεραπείας, το οποίο διαμορφώνεται με βάση τη θέση του τραυματισμού, το είδος του κατάγματος, το βαθμό μετατόπισης και στροφικής παραμόρφωσης αλλά και την κατάσταση του μαλακού ιστού.
Τα κατάγματα που εντοπίζονται στη βάση και τη διάφυση των μετακαρπίων οστών και δεν παρουσιάζουν στροφική παραμόρφωση αντιμετωπίζονται στην πλειοψηφία τους συντηρητικά. Ιδίως εάν τα τμήματα των οστών βρίσκονται στην κανονική τους θέση, ενδείκνυται η συντηρητική θεραπεία. Αυτή περιλαμβάνει ακινητοποίηση με νάρθηκα για χρονικό διάστημα 3-4 εβδομάδων.
Έπειτα, συστήνεται σταδιακή κινητοποίηση προκειμένου να προληφθεί η πιθανότητα δυσκαμψίας. Η φυσιοθεραπεία μπορεί επίσης να προσφέρει σημαντικά οφέλη στην αποκατάσταση της ορθής λειτουργίας του χεριού. Στις 6 εβδομάδες συνήθως μπορεί να γίνει χρήση του χεριού με ασφάλεια χωρίς περιορισμούς. Συνιστάται η αποφυγή άρσης βαρέων αντικειμένων ή η συμμετοχή σε αθλήματα επαφής μέχρι να παρέλθουν 8 εβδομάδες.
Ωστόσο, ενδέχεται παρεκτοπίσεις μικρής έκτασης να οδηγήσουν σε στροφική παραμόρφωση ή βράχυνση των δακτύλων, οπότε η συντηρητική θεραπεία προτείνεται μόνο σε συγκεκριμένα περιστατικά. Κατάγματα που είναι μη ανατάξιμα, ανοιχτά ή πολλαπλά, που παρουσιάζουν τμηματική οστική απώλεια ή στροφική παραμόρφωση ή σχετίζονται με σημαντικό τραυματισμό των μαλακών μορίων χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης.
Η ενδεδειγμένη χειρουργική επέμβαση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η κλειστή ή ανοικτή ανάταξη και οστεοσύνθεση με πλάκες, βίδες ή συνδυασμό των δύο.
Ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Άνω Άκρου Δρ. Παναγιώτης Πάντος διαθέτει αξιοσημείωτη εμπειρία σε επεμβάσεις οστεοσύνθεσης ακόμα και των πιο συντριπτικών καταγμάτων, επιτυγχάνοντας άριστα λειτουργικά αποτελέσματα.
Συμπληρώστε παρακάτω τα στοιχεία σας και θα επικοινωνήσουμε άμεσα μαζί σας!
ΚΕΡΔΙΣTΕ
ΤΟ MATCH POINT ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΑΣ!