Το κάταγμα του σκαφοειδούς αποτελεί τον πιο κοινό τύπο κατάγματος που εντοπίζεται στην περιοχή του καρπού. Το συγκεκριμένο είδος κατάγματος αφορά το σκαφοειδές οστό, το οποίο είναι ένα από τα οκτώ μικρά οστά στην περιοχή του καρπού αντίχειρα, εντοπίζεται κάτω από τη βάση του αντίχειρα. Το κάταγμα αυτό μπορεί να εντοπιστεί σε διαφορετικές θέσεις, δηλαδή είτε στο κεντρικό, είτε στο μέσο είτε στο περιφερικό τμήμα του σκαφοειδούς οστού. Η πιο συχνή περιοχή εντόπισης είναι το μέσο τμήμα.
Το σκαφοειδές οστό είναι ένα από αυτά τα μικρά οστάρια στην πλευρά του αντίχειρα του καρπού, ακριβώς πάνω από την κερκίδα. Το οστό αυτό διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην κίνηση όσο και στη σταθερότητα της άρθρωσης του καρπού. Το σκαφοειδές οστό διαθέτει σχετικά μακρύ, καμπύλο σχήμα, ομοιάζοντας με σκάφος, εξ’ού και η ονομασία του.
Τα κατάγματα του σκαφοειδούς εμφανίζονται σε άτομα όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών. Ωστόσο, τα άτομα με οστεοπόρωση έχουν αυξημένο κίνδυνο για κάποιο κάταγμα, συμπεριλαμβανομένου του κατάγματος του σκαφοειδούς.
Παράλληλα, παρουσιάζεται έντονο πρήξιμο, το οποίο ενδέχεται να υποχωρήσει κατά την πρώτη εβδομάδα. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν την εκδήλωση μικρής έκτασης δυσμορφίας και τη δυσκολία διεξαγωγής κινήσεων στον καρπό. Σπάνια μπορεί να παρατηρηθούν και μώλωπες.
Κατά την κλινική εξέταση επισκοπείται προσεκτικά η περιοχή του καρπού Στα περισσότερα κατάγματα σκαφοειδούς παρουσιάζεται ευαισθησία στην πάσχουσα περιοχή, πρήξιμο, απώλεια κίνησης ή μώλωπες.
Οι απεικονιστικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται για τη διάγνωση της πάθησης είναι η ακτινογραφία ώστε να εξακριβωθεί τόσο πάθηση όσο και να αναζητηθεί τυχόν μετατόπιση των σπασμένων τμημάτων του οστού. Παράλληλα, μπορεί να ζητηθεί μαγνητική τομογραφία (MRΙ) για την ακριβέστερη απεικόνιση των οστών και των μαλακών ιστών στην περιοχή του καρπού.
Η συγκεκριμένη απεικονιστική εξέταση μπορεί να αναδείξει ένα κάταγμα του σκαφοειδούς πριν από την απλή ακτινογραφία. Τέλος, η αξονική τομογραφία (CT) μπορεί να είναι χρήσιμη για την διάγνωση του κατάγματος του σκαφοειδούς και μπορεί επίσης να δείξει εάν τα σπασμένα οστά έχουν μετατοπιστεί.
Εάν το σκαφοειδές οστό σπάσει στη μέση ή πιο κοντά στον αντιβράχιο (εγγύς πόλος), η επούλωση μπορεί να είναι πιο δύσκολη, καθώς αυτά τα τμήματα του σκαφοειδούς δε διαθέτουν πολύ καλή παροχή αίματος. Αυτού του είδους τα κατάγματα, τα κατάγματα σκαφοειδούς με εκταταμένη παρεκτόπιση των σπασμένων οστών ή τα συντριπτικά κατάγματα αντιμετωπίζονται συνήθως με χειρουργική επέμβαση.
Ο στόχος της χειρουργικής επέμβασης είναι να ευθυγραμμίσει και να σταθεροποιήσει το κάταγμα, παρέχοντας του τη δυνατότητα να επουλωθεί.
Η επέμβαση που ενδείκνυται για την αποκατάσταση καταγμάτων του σκαφοειδούς είναι η ανοιχτή ανάταξη κι οστεοσύνθεση. Η οστεοσύνθεση πραγματοποείται με την τοποθέτηση ειδικού κοχλία, ο οποίος σταθεροποιεί το σπασμένο οστό.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση πραγματοποιείται διαδερμικά με τη χρήση ακτινολογικού ελέγχου, ελαχιστοποιώντας το χειρουργικό τραύμα. Στην περίπτωση συντριπτικού κατάγματος, μπορεί να κριθεί αναγκαία η τοποθέτηση οστικού μοσχεύματος από τον ίδιο τον ασθενή ώστε να διευκολυνθεί η επούλωση, το οποίο λαμβάνεται από την περιοχή του χεριού (κερκίδα) ή της λεκάνης (λαγόνιο).