Η νόσος Kienböck είναι ο δεύτερος πιο κοινός τύπος οστεονέκρωσης των καρπιαίων οστών, με την οστεονέκρωση του σκαφοειδούς να προηγείται σε συχνότητα. Σε περίπτωση όμως που το μηνοειδές οστό αναπτύξει τη συγκεκριμένη πάθηση, η ροή του αίματος προς αυτό διακόπτεται, οδηγώντας στη νέκρωσή του.
Αυτό μπορεί να συμβάλλει στην εκδήλωση συμπτωμάτων όπως προοδευτικός, έντονος πόνος, περιορισμός της κίνησης ή αδυναμία στον καρπό.
Η επαναλαμβανόμενη πρόσκρουση στον καρπό, ειδικά σε επαγγέλματα ή αθλήματα που περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενες κινήσεις των χεριών και του καρπού, μπορεί να συμβάλει στην εμφάνιση της νόσου.
Άλλες πιθανές αιτίες είναι τυχόν αγγειακές δυσμορφίες ή τραυματισμοί των φλεβών του μηνοειδούς, γεγονός που οδηγεί σε μειωμένη παροχή αίματος σε αυτό. Η ύπαρξη βραχείας ωλένης ή ελαττωμένης κλίσης κάτω πέρατος κερκίδας μπορεί να συμβάλει επίσης στην εμφάνιση της νόσου.
Στάδιο Ι: Φυσιολογικά ακτινολογικά ευρήματα, καθώς η μαγνητική τομογραφία μπορεί να δείξει οστικό οίδημα και αλλαγές στην παροχή αίματος στο μηνοειδές οστό.
Στάδιο II: Οι ακτινογραφίες εξακολουθούν να μη συμβάλλουν στη διάγνωση της πάθησης, ενώ η μαγνητική ή η αξονική τομογραφία αναδεικνύει ενδοοστικά κατάγματα.
Στάδιο ΙΙΙ: Εμφάνιση αλλοιώσεων του μηνοειδούς οστού στις ακτινογραφίες, όπως η σκλήρυνσή του.
Στάδιο IV: Κατακερματισμός και αποπλάτυνση του μηνοειδούς οστού, ενώ υφίστανται πρώιμες ενδείξεις αρθρίτιδας.
Στάδιο V: Εκδήλωση πλήρους αποδιοργάνωσης και καθίζησης του καρπού και προχωρημένης αρθρίτιδας που επηρεάζει ολόκληρη την άρθρωση του καρπού.
Ενδέχεται να εκδηλωθεί επίσης οίδημα, ευαισθησία, δυσκαμψία και αδυναμία στον καρπό. Με την πάροδο του χρόνου, ο προσβεβλημένος καρπός είναι πιθανό να παρουσιάσει μειωμένο εύρος κίνησης και μπορεί να υπάρχουν αισθητές παραμορφώσεις σε συνδυασμό με ενδείξεις αρθρίτιδας. Προχωρημένης μορφής αρθρίτιδα εκδηλώνεται συνήθως στα τελικά στάδια της νόσου.
Στη συνέχεια πραγματοποιείται κλινική εξέταση για να εκτιμηθεί το εύρος κίνησης του καρπού, η σταθερότητα και τα σημάδια ευαισθησίας ή οιδήματος. Οι απεικονιστικές εξετάσεις διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιβεβαίωση της διάγνωσης και στον προσδιορισμό του σταδίου της νόσου.
Η ακτινογραφία είναι συχνά η πρώτη απεικονιστική εξέταση που χρησιμοποιείται και μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό τυχόν αλλαγών στο σχήμα, την ευθυγράμμιση ή την πυκνότητα του οστού.
Ωστόσο, οι ακτινογραφίες μπορεί να μην είναι σε θέση να ανιχνεύσουν τη νόσο του Kienböck σε πρώιμο στάδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η μαγνητική τομογραφία και η αξονική τομογραφία μπορούν να παρέχουν πιο λεπτομερείς εικόνες του καρπού, επιτρέποντας την ακρίβεια της διάγνωσης.
Η διάγνωση της πάθησης όταν ακόμα βρίσκεται σε πρώιμα στάδια είναι εξαιρετικά σημαντική, ώστε να εφαρμοστεί ένα κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερο θεραπευτικό σχέδιο. Αυτό συμβαίνει διότι όταν το μηνοειδές οστό αρχίσει να παρουσιάζει αλλαγές στη δομή και το σχήμα του, η κατάσταση θεωρείται μη αναστρέψιμη.
Στο πρώτο στάδιο της πάθησης, μπορεί να εφαρμοστεί συντηρητική αντιμετώπιση, με έναρξη προγράμματος φυσικοθεραπείας, τροποποίηση των δραστηριοτήτων, ώστε να αποφευχθεί η υπερβολική άσκηση πίεσης στον καρπό και ακινητοποίηση του καρπού με γύψο ή νάρθηκα.
Ωστόσο, η νόσος Kienböck αντιμετωπίζεται στην πλειοψηφία της χειρουργικά, καθώς συχνά ανευρίσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο, όπου τα συντηρητικά μέτρα θεραπείας δεν καταφέρνουν να ανακουφίσουν τα συμπτώματα. Η κατάλληλη χειρουργική τεχνική επιλέγεται ανάλογα με το στάδιο της νόσου, τα ανατομικά χαρακτηριστικά του ασθενούς και την εμπειρία του χειρουργού.
Η νόσος Kienböck αντιμετωπίζεται χειρουργικά με επεμβάσεις, όπως η οστεοτομία της κερκίδας, η οστεοτομία βραχύνσεως, οι περιορισμένες αρθροδέσεις και τα αγγειούμενα οστικά μοσχεύματα. Εάν η πάθηση βρίσκεται σε τελικό στάδιο, οι επεμβάσεις που μπορούν να πραγματοποιηθούν είναι είτε η αρθρόδεση του καρπού, ή η ολική αρθροπλαστική.
Μετά τη χειρουργική επέμβαση, ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αποκατάστασης είναι ζωτικής σημασίας για τη διευκόλυνση της ανάρρωσης και την αποκατάσταση της λειτουργίας του καρπού. Συνεπώς, διαμορφώνεται στοχευμένο πρόγραμμα φυσιοθεραπείας με σκοπό την ανάκτηση της μυϊκής ισχύος, της ευλυγισίας και του εύρους κίνησης του καρπού.
Η διάρκεια της φυσιοθεραπευτικής αποκατάστασης ποικίλλει ανάλογα με τη χειρουργική επέμβαση που εκτελείται και την ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπεία.
Η έγκαιρη διάγνωση, η ακριβής σταδιοποίηση και η εφαρμογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχεδίου, μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων, στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και στη βελτίωση της λειτουργίας του καρπού.
Ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Άνω Άκρου Δρ. Παναγιώτης Πάντος πραγματοποιεί ενδελεχή και έγκυρη διάγνωση της πάθησης, εφαρμόζοντας ένα πλήρως εξατομικευμένο σχέδιο θεραπείας.