Η άρθρωση του ώμου είναι η πιο ευκίνητη αλλά και ταυτόχρονα και η λιγότερη σταθερή άρθρωση του ανθρώπινου σώματος. Σε αντίθεση με τις άλλες αρθρώσεις η σταθερότητά της εξασφαλίζεται κατά κύριο λόγο όχι μέσω των οστών αλλά μέσω των συνδέσμων και των μυών της περιοχής.
Τέσσερις μύες με τους τένοντές τους (υπερακάνθιος, υπακάνθιος, υποπλάτιος, έλασσων στρογγύλος) διαμορφώνουν το στροφικό πέταλο του ώμου, το οποίο σε συνδυασμό με τους ισχυρούς συνδέσμους της περιοχής σταθεροποιούν τη μεγάλη σε διάμετρο κεφαλή του βραχιονίου μέσα στην μικρή αρθρική επιφάνεια της ωμογλήνης. Εξαιτίας αυτής της πολύπλοκης διαμόρφωσης σε πολύ μικρό χώρο είναι η άρθρωση του ώμου ευαίσθητη σε παθήσεις όπως το Σύνδρομο Υπακρωμιακής Προστριβής-ΣΥΠ ή το εξάρθρημα.
Στην περαιτέρω διάγνωση του συνδρόμου συμβάλει ο απεικονιστικός έλεγχος της άρθρωσης του ώμου με ακτινογραφία, υπερηχογράφημα και μαγνητική τομογραφία.
Από τον κλασικό ακτινολογικό έλεγχο μπορεί να αποκαλυφθεί μείωση της απόστασης μεταξύ της κεφαλής του βραχιονίου οστού και του ακρωμίου, γεγονός που αποτελεί και την κύρια αιτία του συνδρόμου.
Με το υπερηχογραφικό έλεγχο μπορεί να διαγνωστεί η φλεγμονή του ορογόνου θυλάκου και των υποκείμενων τενόντων του στροφικού πετάλου.
Η μαγνητική τομογραφία (MRI) δίνει τις περισσότερες πληροφορίες για την άρθρωση του ώμου με τη λεπτομερή απεικόνιση του υπακρωμιακού χώρου, των αρθρικών επιφανειών, των τενόντων και των μυών της περιοχής.
Ως γενική αρχή για την επιτυχή θεραπευτική αντιμετώπιση του Συνδρόμου Υπακρωμιακής Προστριβής ισχύει ότι όσο νωρίτερα αρχίζει η θεραπεία τόσο πιο αποτελεσματική είναι.
Ανάλογα με το στάδιο της πάθησης και την βαρύτητα των συμπτωμάτων επιλέγεται και η ενδεδειγμένη αγωγή.
Ως πρώτο θεραπευτικό μέτρο ενδείκνυται η προφύλαξη του ώμου και η αποφυγή κινήσεων του άνω άκρου πάνω από το επίπεδο της κεφαλής.
Για την μείωση του πόνου και της φλεγμονής χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Σε περίπτωση επιμονής των συμπτωμάτων ενδείκνυται η έγχυση κορτικοειδών και τοπικών αναισθητικών στον υπακρωμιακό χώρο, η οποία όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τρεις φορές.
Σημαντικό και κρίσιμο κομμάτι της συντηρητικής αντιμετώπισης του συνδρόμου είναι η φυσικοθεραπεία, η μυϊκή ενδυνάμωση των μυών πέριξ της ωμικής ζώνης και η βελτίωση της κινητικότητας της άρθρωσης.
Στην περίπτωση κατά την οποία η συντηρητική θεραπεία δεν οδηγεί σε ύφεση των συμπτωμάτων, συνίσταται η χειρουργική αντιμετώπιση του συνδρόμου, με αρθροσκόπηση του ώμου. Μέσω 2-3 μικρών χειρουργικών τομών (<1 cm), διενεργείται η ακρωμιοπλαστική, η διαμόρφωση δηλαδή μιας ομαλής και επίπεδης επιφάνειας στην κάτω επιφάνεια του ακρωμίου και ταυτόχρονα γίνεται και υπακρωμιακή αποσυμπίεση με την αφαίρεση του φλεγμονώδη ορογόνου αρθρικού θυλάκου.
Η υπακρωμιακή αποσυμπίεση στοχεύει στη δημιουργία μεγαλύτερου χώρου για το στροφικό πέταλο του ώμου, έτσι ώστε να μην προκαλείται μηχανικός ερεθισμός των τενόντων κατά την ανύψωση του άνω άκρου. Μεγάλο πλεονέκτημα της αρθροσκοπικής αποκατάστασης του συνδρόμου είναι η δυνατότητα της ταυτόχρονης συνεκτίμησης όλων των ανατομικών δομών της άρθρωσης και η άμεση αντιμετώπιση οποιασδήποτε παθολογίας , η οποία αναγνωρίζεται διεγχειρητικά. Τα ποσοστά επιτυχίας της αρθροσκοπικής αποκατάστασης του Συνδρόμου Υπακρωμιακής Προστριβής ξεπερνούν το 90%.