Η τενοντίτιδα του αχίλλειου τένοντα αποτελεί μια μορφή φλεγμονής που αναπτύσσεται στον συγκεκριμένο τένοντα. Ο αχίλλειος τένοντας αποτελεί ένα ισχυρό τμήμα ιστού που συνδέει τον μυ της γάμπας με το οστό της φτέρνας.
Η φλεγμονή που αναπτύσσεται, αν και επώδυνη, αποτελεί συνήθως μια βραχύβια κατάσταση. Αν ωστόσο δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως κι αποτελεσματικά, με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση μπορεί να προκαλέσει εκφύλιση ή, σπανίως, και ρήξη του τένοντα.
Ο αχίλλειος τένοντας είναι ο μεγαλύτερος και ισχυρότερος τένοντας στο σώμα. Αποτελεί τη ζώνη ιστού που διατρέχει το πίσω μέρος του κάτω ποδιού, συνδέοντας τον μυ της γάμπας με το οστό της φτέρνας. Κύριος ρόλος του είναι να διευκολύνει το περπάτημα βοηθώντας στην ανύψωση της φτέρνας από το έδαφος. Ωστόσο, αν και είναι αρκετά ισχυρός, η υπερβολική πίεση μπορεί να επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις.
Η συγκεκριμένη μορφή τενοντίτιδας προκύπτει συνήθως από υποτροπιάζοντες μικροτραυματισμούς, που προκαλούνται από υπερβολική και επαναλαμβανόμενη χρήση του τένοντα. Οι μικροτραυματισμοί που προκύπτουν κατ’επανάληψη αθροίζονται με τους προηγούμενους, προκαλώντας σταδιακά φθορά στις ίνες του τένοντα.
Η τενοντίτιδα αχίλλειου τένοντα εντάσσεται στις διαταραχές υπέρχρησης, καθώς προκαλείται εξαιτίας της υπερβολικής καταπόνησης ή της αύξησης της έντασης στον προπονητικό ρυθμό. Μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε αθλητές όσο και σε άτομα που δεν ασχολούνται ενεργά με τον αθλητισμό.
Οι αθλητές, ιδίως οι δρομείς, διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουν αυτή τη μορφή διαταραχής στον αχίλλειο τένοντα.
Η τενοντίτιδα αχίλλειου τένοντα προκύπτει αρκετά συχνά σε άτομα των οποίων η εργασία ασκεί πίεση στους αστραγάλους, ή σε άτομα που ασκούνται λιγότερο συστηματικά και δεν πραγματοποιούν σωστή προθέρμανση. Η άσκηση σε πολύ κρύο καιρό ή σε ανηφορικό έδαφος, ιδίως αν συνοδεύεται από μη υποστηρικτικά υποδήματα, μπορεί να προκαλέσει τη συγκεκριμένη πάθηση.
Παθήσεις όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η υπέρταση, και οι φλεγμονώδεις αρθρίτιδες λειτουργούν ως επιβαρυντικοί παράγοντες.
Ανατομικές παθήσεις των ποδιών όπως η πλατυποδία, η κοιλοποδία, ο υπερβολικός πρηνισμός ή αλλιώς η επιπέδωση της καμάρας του πέλματος, η ύπαρξη μιας οστικής προεξοχής στο οπίσθιο τμήμα της φτέρνας (παραμόρφωση Haglund) ασκούν σημαντική επιβάρυνση στον αχίλλειο τένοντα. Παράλληλα, οι σφικτοί ή βραχείς μύες της γάμπας ή ένας δύσκαμπτος αχίλλειος τένοντας μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης της συγκεκριμένης μορφής τενοντίτιδας.
Τα βασικότερα συμπτώματα που συνοδεύουν την τενοντίτιδα αχίλλειου τένοντα είναι ο πόνος και η δυσκαμψία. Ο πόνος γίνεται ιδιαίτερα αισθητός στη φτέρνα και κατά μήκος του τένοντα κατά το περπάτημα ή το τρέξιμο. Επίσης, καθίσταται πιο έντονος όταν ασκείται πίεση στις πλευρές του τένοντα, και εμφανίζεται συχνά το πρωί ή μετά από περιόδους ανάπαυσης. Στη συνέχεια βελτιώνεται κάπως με την κίνηση αλλά αργότερα επιδεινώνεται εάν προηγηθεί αυξημένη δραστηριότητα. Παράλληλα, εκδηλώνεται ευαισθησία και οίδημα στη φτέρνα ή κατά μήκος του τένοντα.
Η πάθηση διακρίνεται σε μη καταφυτική, όπου τα συμπτώματα εκδηλώνονται στη μάζα του τένοντα, και σε καταφυτική, όπου η φλεγμονή αναπτύσσεται στην πρόσφυση του τένοντα στην φτέρνα. Η μορφή αυτή τενοντίτιδας συνδέεται με την ύπαρξη μιας οστικής προβολής της πτέρνας (παραμόρφωση Haglund).
Όταν η τενοντίτιδα εξελιχθεί σε εκφύλιση των κολλαγόνων ινών του τένοντα, ο τένοντας μπορεί να διευρυνθεί και να εκδηλωθεί ασβεστοποίηση, δηλαδή εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου στην περιοχή όπου ο ιστός έχει υποστεί βλάβη. Σε σπάνιες περιπτώσεις, ο χρόνιος εκφυλισμός μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ρήξης του αχίλλειου τένοντα, έναν σοβαρό τραυματισμό που απαιτεί άμεση ιατρική φροντίδα.
Κατά τη διάγνωση της τενοντίτιδας αχίλλειου τένοντα, εξετάζεται έπειτα από λήψη σωστού ιστορικού του ασθενούς, μέσω λεπτομερούς κλινικής εξέτασης το πόδι και ο αστράγαλος ώστε να αξιολογηθεί το εύρος κίνησης και η κατάσταση του τένοντα. Η έκταση της πάθησης μπορεί να εκτιμηθεί περαιτέρω με ακτινογραφίες ή άλλες απεικονιστικές μεθόδους όπως ο υπέρηχος και η μαγνητική τομογραφία.
Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις για την τενοντίτιδα αχίλλειου τένοντα επιλέγονται με βάση το χρονικό διάστημα που υφίσταται η πάθηση και την έκταση της βλάβης στον τένοντα. Σε πρώιμο στάδιο συνιστάται η ελάττωση των δραστηριοτήτων που επιδεινώνουν τα συμπτώματα και η ακινητοποίηση. Παράλληλα, προτείνεται παγοθεραπεία και χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Συνιστάται επίσης η φυσικοθεραπεία με ασκήσεις ενδυνάμωσης, κινητοποίηση μαλακών μορίων, διατάσεις και θεραπεία με υπερήχους ή χρήση κρουστικών υπερήχων αν εντοπίζεται ασβεστοποίηση.
Η επιλογή κατάλληλων υποδημάτων με τακούνι 2 έως 4 εκατοστών, η τοποθέτηση ενός μαλακού πάτου στο πίσω τμήμα του υποδήματος για την ελαφρά ανύψωση της φτέρνας που ονομάζεται υποπτέρνιο και η χρήση υποδημάτων με μαλακό ή ανοιχτό πίσω μέρος βοηθά σημαντικά στην μείωση της άσκησης πίεσης στον τένοντα.
Εάν ωστόσο οι μη χειρουργικές προσεγγίσεις αποτύχουν να μειώσουν τη φλεγμονή στον τένοντα, μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία αφαιρείται ο ουλώδης και φλεγμονώδης ιστός. Σε περίπτωση ύπαρξης ασβεστοποιού τενοντίτιδας ή οστικής προεξοχής της πτέρνας (παραμόρφωση Haglund), οι χειρουργικές τεχνικές περιλαμβάνουν την απομάκρυνση των εναποθέσεων ασβεστίου από τον προσβεβλημένο τένοντα ή την εκτομή της οστικής προεξοχής, εάν υφίσταται. Εάν ο τένοντας έχει υποστεί ρήξη, κατά τη χειρουργική επέμβαση συρράβεται και επανακαθηλώνεται στην πτέρνα.