Σε ήπιες περιπτώσεις, η κεφαλή μπορεί να ολισθαίνει μερικώς εκτός της άρθρωσης (υπεξάρθρημα), ενώ σε σοβαρότερες περιπτώσεις, η κεφαλή απομακρύνεται εντελώς από τη θέση της, προκαλώντας εξάρθρημα του ώμου.
Στην τραυματική αστάθεια, η κάκωση στον ώμο καταστρέφει τους συνδέσμους της άρθρωσης, οδηγώντας σε οξύ εξάρθρημα (γληνοβραχιόνιας άρθρωσης). Το εξάρθρημα μπορεί να είναι πρόσθιο, οπίσθιο ή κατώτερο, ανάλογα με την κατεύθυνση της κεφαλής του βραχιονίου. Η πρόσθια αστάθεια είναι πιο κοινή, λόγω της αδυναμίας του αρθρικού θυλάκου σε αυτήν τη θέση.
Στη μη τραυματική αστάθεια, η κεφαλή του βραχιονίου εξαρθρώνεται με απλές κινήσεις χωρίς μεγάλη πίεση. Συχνά παρατηρείται και στους δύο ώμους και οφείλεται σε γενική χαλαρότητα των αρθρώσεων, προκαλώντας αστάθεια σε πολλές κατευθύνσεις.
Οι ασθενείς μπορεί επίσης να αισθάνονται αδυναμία ή αστάθεια κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων τους
Μέσω κλινικής εξέτασης, ο ορθοπεδικός χειρουργός αξιολογεί το βαθμό και την κατεύθυνση της αστάθειας. Ανάλογα με την περίπτωση, πραγματοποιούνται μαγνητική ή αξονική τομογραφία για να εντοπιστούν τα αίτια της αστάθειας.
Σε περιπτώσεις που η συντηρητική θεραπεία δεν προκαλεί τα επιθυμητά αποτελέσματα και τα συμπτώματα δεν υποχωρούν, η χειρουργική θεραπεία γίνεται αποτελεί την καταλληλότερη επιλογή). Η χειρουργική αντιμετώπιση της τραυματικής αστάθειας του ώμου πραγματοποιείται αρθροσκοπικά.
Κατά τη διάρκεια της αρθροσκόπησης του ώμου, ο χειρουργός ελέγχει την ακεραιότητα των συνδέσμων και των υπόλοιπων σταθεροποιητικών δομών του ώμου, εντοπίζει τυχόν βλάβες και τις αποκαθιστά στην ανατομική τους θέση με ελάχιστα επεμβατικό τρόπο.
Η περαιτέρω συνεργασία με φυσιοθεραπευτή κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης είναι σημαντική για την ενίσχυση των μυών και τη βελτίωση της σταθερότητας του ώμου, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο επανεμφάνισης της επώδυνης αυτής κατάστασης.