Πόνος στον ώμο και μούδιασμα χεριού: Αιτίες & αντιμετώπιση

Δυστυχώς, όσο ευκίνητη κι αν είναι η άρθρωση του ώμου, άλλο τόσο ευάλωτη είναι σε διάφορους τραυματισμούς. Οι τραυματισμοί αυτοί έχουν ως αποτέλεσμα να εμφανίζεται όχι μόνο πόνος στον ώμο αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και μούδιασμα του χεριού. Ο πόνος στον ώμο και το μούδιασμα του χεριού αποτελούν συμπτώματα που όχι απλώς προκαλούν ανησυχία στον ασθενή αλλά επίσης θέτουν σημαντικά εμπόδια στην εκτέλεση ακόμα και απλών κινήσεων. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να προέρχονται από διάφορες παθήσεις που αφορούν στα οστά, τους μύες, τους τένοντες και τους συνδέσμους της άρθρωσης του ώμου. Λόγω των αρκετών διαφορετικών παθολογικών καταστάσεων που μπορούν να αποτελέσουν αιτιολογικό παράγοντα, η έγκαιρη επίσκεψη σε ορθοπαιδικό χειρουργό προκειμένου να τεθεί η σωστή διάγνωση και να εφαρμοστεί η κατάλληλη θεραπεία δεν θα πρέπει να καθυστερείται.

Πόνος στον ώμο και μούδιασμα χεριού: Πιθανές αιτίες

Τενοντίτιδα ώμου

Η τενοντίτιδα του ώμου αποτελεί μία από τις πιο συχνές αιτίες πόνου και δυσκαμψίας. Πρόκειται για μια φλεγμονώδη πάθηση των τενόντων που σταθεροποιούν και κινούν τον ώμο, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται οίδημα και έντονη ενόχληση κατά την κίνηση. Οι τένοντες του στροφικού πετάλου του ώμου και του δικεφάλου βραχιονίου είναι αυτοί που επηρεάζονται συχνότερα. Η τενοντίτιδα μπορεί να προκύψει από υπερβολική καταπόνηση, μικροτραυματισμούς, κακή στάση σώματος ή επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ιδιαίτερα σε αθλήματα όπως το τένις, η κολύμβηση και το μπάσκετ. Η πάθηση αποτελεί συχνά αιτία για να εμφανιστεί όχι μόνο πόνος στον ώμο αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και μούδιασμα του χεριού.

Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει αρχικά ξεκούραση, εφαρμογή πάγου, φυσικοθεραπεία και λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστούν εγχύσεις κορτικοστεροειδών ή ακόμη και χειρουργική παρέμβαση εάν η πάθηση επιμένει και επηρεάζει σημαντικά την κινητικότητα του ασθενούς.

Ρήξη τένοντα ώμου

Η ρήξη τένοντα του ώμου αφορά τη μερική ή πλήρη διακοπή της συνέχειας ενός ή περισσότερων τενόντων που στηρίζουν την άρθρωση του ώμου, οι οποίοι συνθέτουν το λεγόμενο στροφικό πέταλο του ώμου. Οι τένοντες του στροφικού πετάλου σταθεροποιούν την άρθρωση του ώμου και συμμετέχουν σε κινήσεις όπως η ανύψωση και η περιστροφή του χεριού. Οι συχνότερες αιτίες πρόκλησης μιας ρήξης τένοντα στον ώμο είναι οι επαναλαμβανόμενοι μικροτραυματισμοί και η χρόνια φθορά, ενώ μπορεί να προκληθεί και από ξαφνικό τραυματισμό, όπως πτώση ή απότομη ανύψωση βάρους. Συχνά συνοδεύεται από έντονο πόνο, αδυναμία, δυσκολία στην κίνηση του χεριού ή ακόμα και μούδιασμα.

Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας είναι κρίσιμη για την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Η συντηρητική αντιμετώπιση εφαρμόζεται σε περιστατικά μερικών ρήξεων και περιλαμβάνει φυσικοθεραπεία, ενδυνάμωση των μυών και ενέσεις κορτικοστεροειδών για τη μείωση του πόνου. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις η αποκατάσταση της μυϊκής δύναμης είναι ατελής χωρίς χειρουργική επέμβαση. Όταν η χειρουργική αποκατάσταση καθυστερεί, η ρήξη μπορεί να επιδεινωθεί, οδηγώντας σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις των τενόντων και μειωμένες πιθανότητες επιτυχούς ανάρρωσης. Η επέμβαση εκλογής είναι η αρθροσκοπική συρραφή των τενόντων. Η αρθροσκόπηση ώμου προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα, καθώς όχι μόνο διευκολύνει την ταχύτερη αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ώμου αλλά και συμβάλλει σε μια πιο ευχάριστη κι ανώδυνη πορεία ανάρρωσης για τον ασθενή αφού συνιστά ελάχιστα επεμβατική τεχνική.

Σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου

Το σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου εμφανίζεται όταν οι τένοντες του στροφικού πετάλου συμπιέζονται και υφίστανται ερεθισμό κατά τη διάρκεια της κίνησης. Συνήθως παρατηρείται σε άτομα που εκτελούν συχνά ανυψωτικές κινήσεις του χεριού, όπως αθλητές, ζωγράφοι και εργάτες. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο κατά την ανύψωση του χεριού, μειωμένη κινητικότητα και αίσθημα αδυναμίας ή μουδιάσματος.

Η θεραπεία αποσκοπεί στη μείωση της φλεγμονής μέσω φαρμακευτικής αγωγής, φυσικοθεραπείας και αλλαγών στις καθημερινές δραστηριότητες. Σε σοβαρές περιπτώσεις, ενδέχεται να χρειαστεί χειρουργική αποσυμπίεση.

Οστεοαρθρίτιδα του ώμου

Η οστεοαρθρίτιδα του ώμου είναι μια εκφυλιστική πάθηση που οδηγεί σε προοδευτική καταστροφή του χόνδρου που επενδύει την άρθρωση του ώμου. Οι κύριες αιτίες περιλαμβάνουν την ηλικία, προϋπάρχοντες τραυματισμούς και χρόνιες κακώσεις. Τα συμπτώματα που εκδηλώνονται σε αυτή την περίπτωση είναι προοδευτική δυσκαμψία, πόνος στον ώμο που επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου, περιορισμένη κινητικότητα ή σπανιότερα μούδιασμα του χεριού.

Η θεραπεία περιλαμβάνει χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, φυσικοθεραπεία και ενέσεις κορτικοστεροειδών. Σε περιπτώσεις προχωρημένης οστεοαρθρίτιδας, η χειρουργική επέμβαση με αρθροπλαστική ώμου έχει τον τελικό λόγο. Μάλιστα, μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε ολική αρθροπλαστική ώμου είτε ανάστροφη ολική αρθροπλαστική ώμου, ανάλογα με την κατάσταση και την ακεραιότητα των τενόντων του ώμου.

Κατάγματα κλείδας και κεφαλής βραχιονίου

Το κάταγμα κλείδας και το κάταγμα κεφαλής βραχιονίου προκύπτουν συχνά λόγω τραυματισμών, όπως πτώσεις ή τροχαία ατυχήματα. Η κλείδα, όντας ένα βασικό στοιχείο της στήριξης του ώμου, μπορεί να υποστεί κάταγμα λόγω άμεσης πλήξης ή έντονης άσκησης δύναμης. Τα κατάγματα στην περιοχή του ώμου είναι συχνά και μπορούν να προκύψουν από άμεσους τραυματισμούς, όπως πτώσεις, τροχαία ατυχήματα ή αθλητικές κακώσεις. Ένα από τα πιο συχνά κατάγματα είναι αυτό της κλείδας, ενός οστού που συνδέει τον θώρακα με τον ώμο. Το κάταγμα της κλείδας μπορεί να προκληθεί από άμεσο χτύπημα ή από πτώση πάνω στον ώμο ή σε τεντωμένο χέρι. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν έντονο πόνο, οίδημα, εκχύμωση και δυσκολία στην κίνηση του ώμου. Ανάλογα με τη σοβαρότητα του τραυματισμού, η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει συντηρητική αντιμετώπιση με ακινητοποίηση του ώμου και παυσίπονα ή χειρουργική επέμβαση με τοποθέτηση πλακών και βιδών εάν το κάταγμα παρουσιάζει παρεκτόπιση.

Ένα άλλο συχνό κάταγμα στην περιοχή είναι το κάταγμα κεφαλής βραχιονίου, το οποίο αφορά το άνω άκρο του βραχιονίου οστού που συμμετέχει στην άρθρωση του ώμου. Το κάταγμα της κεφαλής του βραχιονίου μπορεί να προκύψει από πτώση σε τεντωμένο χέρι ή άμεσο τραύμα στην περιοχή του ώμου. Είναι ιδιαίτερα συχνό σε ηλικιωμένα άτομα με οστεοπόρωση, καθώς τα οστά τους είναι πιο εύθραυστα. Οι επιπλοκές αυτού του κατάγματος μπορεί να περιλαμβάνουν περιορισμό της κινητικότητας του ώμου, τραυματισμό νεύρων και αιμοφόρων αγγείων, καθώς και αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αρθρίτιδας. Ο πόνος στον ώμο και το μούδιασμα του χεριού είναι επίσης κοινά συμπτώματα.

Η αντιμετώπιση του κατάγματος της κεφαλής του βραχιονίου εξαρτάται από τον βαθμό παρεκτόπισης των οστικών θραυσμάτων. Σε ήπιες περιπτώσεις, μπορεί να εφαρμοστεί ακινητοποίηση με νάρθηκα και φυσικοθεραπεία για την αποκατάσταση της κίνησης. Αν το κάταγμα είναι πιο σοβαρό και τα θραύσματα έχουν μετακινηθεί, μπορεί να απαιτηθεί χειρουργική επέμβαση για την ευθυγράμμιση των οστών και την αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ώμου.

Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τη σοβαρότητα του κατάγματος. Σε ήπιες περιπτώσεις, η ακινητοποίηση του ώμου με νάρθηκα και η χρήση παυσίπονων αρκούν για την ανάρρωση. Σε πιο σύνθετα ή παρεκτοπισμένα κατάγματα, η χειρουργική αποκατάσταση με πλάκες και βίδες μπορεί να είναι απαραίτητη.

Γενικά, ο πόνος στον ώμο που συνοδεύεται και από μούδιασμα του χεριού δεν θα πρέπει να παραβλέπεται και να θεωρείται ως κάτι φυσιολογικό ή ακίνδυνο. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της υποκείμενης αιτίας είναι απαραίτητες για την αποφυγή επιπλοκών και την αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ώμου. Άτομα που βιώνουν επίμονο πόνο ή μούδιασμα στο χέρι θα πρέπει να συμβουλευτούν άμεσα έναν έμπειρο ορθοπαιδικό χειρουργό προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η ακεραιότητα και λειτουργικότητα του ώμου ή και ολόκληρου του άνω άκρου. Ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Άνω Άκρου, Δρ. Παναγιώτης Πάντος, διαθέτει εκτεταμένη εμπειρία στην αντιμετώπιση πλήθους παθήσεων της περιοχής του ώμου, είτε συντηρητικά είτε χειρουργικά.